- πατρολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πατρολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατρολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1872].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατρολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πατρολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)